στάφνισμα

στάφνισμα
τὸ, Α [σταφνίζω]
η μέτρηση με τη στάθμη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • στάφνισμα — το αλφάδιασμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”